Κοσκινού

Κοσκινού
Sp Koskinù nkt. Ap Κοσκινού/Koskinou L P. Sporadų ss. (Rodo s.), Graikija

Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Κοσκινού — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 110 μ., 2.539 κάτ.) της Ρόδου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νησιού, 10 χλμ. Ν της πόλης της Ρόδου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλλιθέας του νομού Δωδεκανήσου …   Dictionary of Greek

  • κοσκίνου — κόσκινον sieve neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόσκινο του Ερατοσθένη — (Μαθημ.). Ο αλγόριθμος που επινόησε ο αλεξανδρινός μαθηματικός Ερατοσθένης (275 195 π.Χ.) για την εύρεση όλων των πρώτων αριθμών (αριθμοί που διαιρούνται ακριβώς μόνο από τον εαυτό τους και τη μονάδα) από το 1 έως το n (όπου n οποιοσδήποτε… …   Dictionary of Greek

  • κοσκινάς — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Διονύσιος. Καταγόταν από την Κέρκυρα. Αρχικά πολέμησε στον τακτικό στρατό των Επτανησίων. Αργότερα μετέβη στην Πελοπόννησο, όπου συμμετείχε σε πολλές επιχειρήσεις εκεί καθώς και στην εκστρατεία της Αττικής. Μετά… …   Dictionary of Greek

  • κοσκινόγυρος — ο (ΑM κοσκινόγυρος) η κυκλική ξύλινη πλευρά τού κόσκινου μσν. ως επίθ. κοσκινόγυρος, ον αυτός που έχει περιφέρεια κόσκινου …   Dictionary of Greek

  • τηλία — η, ΝΑ, και δωρ. τ. σηλία και σαλία, Α νεοελλ. πάγκος, τεζάκι υπαίθριου μικροπωλητή αρχ. 1. τραπεζάκι ή σανίδα με περιφέρεια που προεξέχει ώστε να μην πέφτουν το αλεύρι ή τα ζυμαρικά 2. τραπέζι για να παίζουν κύβους, ζάρια 3. τραπέζι ή μικρή… …   Dictionary of Greek

  • Nationalstraße 95 (Griechenland) — Vorlage:Infobox hochrangige Straße/Wartung/GR N Εθνικη Οδος E.O.95 in Griechenland Basisdat …   Deutsch Wikipedia

  • -άδαινα — νεοελληνική ανδρωνυμική κατάληξη, θηλυκό ουσιαστικών που δηλώνουν επάγγελμα (πρβλ. την ανδρωνυμ. επαγγελμ. κατάληξη ού: μυλωνάς μυλωνού, κοσκινάς κοσκινού κ.λπ.), π.χ. η σύζυγος τού γαλατά, γαλατάδαινα τού αμαξά, αμαξάδαινα κ.λπ. Αναλογικά… …   Dictionary of Greek

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • κιναχύρα — κιναχύρα, ἡ (Α) είδος κόσκινου με το οποίο κοσκινιζόταν το αλεύρι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”